Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡ κηπαία

См. также в других словарях:

  • κηπαία — κηπαίᾱ , κηπαῖος of fem nom/voc/acc dual κηπαίᾱ , κηπαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπαίᾳ — κηπαίᾱͅ , κηπαῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπαίας — κηπαίᾱς , κηπαῖος of fem acc pl κηπαίᾱς , κηπαῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπαίαν — κηπαίᾱν , κηπαῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπαίος — αία, ο (ΑΜ κηπαῑος, αία, ον) [κήπος] αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα) η πόρτα τού κήπου αρχ. 1. όμοιος με κήπο… …   Dictionary of Greek

  • ДОМ —    • Domus.     I. Греческий дом.          Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… …   Реальный словарь классических древностей

  • ατράφαξις — η [Α ἀτράφαξις και ξυς, ( έως)] το φαρμακευτικό φυτό ατράφαξις η κηπαία ή η ροδόχρους, το χρυσολάχανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ. Ο λατ. τ. atriplex είναι δάνειο από την Ελληνική ή από μία μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα] …   Dictionary of Greek

  • δόλιχος — ο (AM δόλιχος) 1. αγώνισμα δρόμου αντοχής (περ. 5 χιλιομέτρων) 2. (για χρόνο ή ενέργεια) έκταση πέρα από το κανονικό 3. μέτρο μήκους ίσο με 12 στάδια 4. το φυτό σμίλαξ η κηπαία, αμπελοφάσουλο …   Dictionary of Greek

  • πανσές — (βιόλα η κηπαία). Καλλωπιστικό φυτό εξαιρετικά διαδεδομένο. Άγριος πρόγονος του π. είναι η βιόλα τρίχρους η αρουραία, που φυτρώνει μόνη της στην κεντρική Ευρώπη και στην Ασία και υπάγεται στην οικογένεια των βιολιδών (δικοτυλήδονα)· είναι πόα… …   Dictionary of Greek

  • σμίλαξ — (I) η / σμῑλαξ, ίλακος, ΝΑ γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών ποωδών ή αποξυλωμένων φυτών, συνήθως αναρριχητικών, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες τής τάξης λιλιώδη, περιλαμβάνει 300 περίπου είδη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»